- σπιρουνιά
- και σπηρουνιά, η, Ν [σπιρούνι]χτύπημα με το σπιρούνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… … Dictionary of Greek
προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… … Dictionary of Greek
σπηρουνιά — η, Ν βλ. σπιρουνιά … Dictionary of Greek
χρυσοφτερνιστηράτος — η, ον, Μ αυτός που έχει χρυσούς πτερνιστήρες, χρυσά σπιρούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φτερνιστήρα «σπιρούνι» + κατάλ. άτος (πρβλ. κονταρ άτος)] … Dictionary of Greek
Καν, Μαντλίν — (Madeline Kahn, Βοστόνη 1942 – 2000). Αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λονγκ Άιλαντ, όμως ήδη από μικρή ηλικία είχε επιδείξει ταλέντο στο τραγούδι. Αυτό τη βοήθησε να εργαστεί αρχικά στην τηλεόραση και να… … Dictionary of Greek
Κασόνα, Αλεχάντρο — (Alejandro Casona, Μπεσούλιο 1903 – Αστούριας 1965). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα Ροντρίγκεθ Αλβάρεθ. Από το 1939 έως το 1963 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Αργεντινή. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς… … Dictionary of Greek
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Μπρουκς, Μελ — (Mel Brooks, Μπρούκλιν 1926 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ηθοποιού και παραγωγού Μέλβιν Καμίνσκι (Melvin Kaminsky). Πολυμήχανος, οξυδερκής, ταλαντούχος και αυτοδίδακτος στο ξεκίνημα του ηθοποιός της stand up… … Dictionary of Greek
σπιρουνίζω — και σπιρουνιάζω σπιρούνισα, κεντώ με τα σπιρούνια: Σπιρούνισε το άλογο και έφυγε καλπάζοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιρούνι — το (λ. ιταλ.), όργανο για το κέντρισμα των αλόγων: Φόρεσε τις μπότες με τα σπιρούνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)